Τα Φασολάκια της μαμάς,
χύθηκαν στην τσάντα μου
και τώρα μυρίζουν όλα
κατσαρόλες και υλικά.
Γιατί να περιμένεις το τέλος του Μάη
και να μην ξεκινήσεις τώρα
την άνοιξη;
Με σηκωμένα μανίκια στρώνεσαι
στη δουλειά
ιστορώντας παραμύθια στην καρέκλα...
Μια φορά και έναν καιρό
ήταν μια ψυχή.
Ρομαντικά αθεράπευτη και ευαίσθητα εξαιρετική.
Ζούσε έξω από το χρόνο και διασταυρωνόταν
με τους ανθρώπους
-σε παράλληλες γραμμές, ενδεχομένως-
Φοβόταν τη δέσμευση
κι όταν ένιωθε να την ακουμπούν πιο δυνατά
πετούσε στο διάστημα
και έφτιαχνε χαρακτήρα,
με το νού της.
Η ψυχή ένιωθε τη μοναξιά,
απολάμβανε -σχεδόν- τη συντροφιά της,
και χαμογελούσε στα ταξίδια της.
Σε μια στιγμή μονάχα παραπάτησε
στην ευτυχία της απάνω,
και βρέθηκε ανάμεσα στο κενό να πέφτει με τα μούτρα.
Πιο μόνη ανάμεσα στους ανθρώπους, εκείνη.
Ασφυκτικά αλλοπαρμένη απο τον αέρα,
κόντρα στο βήμα της που σφύριζε.
Σαν να 'πεσε η ασφάλεια
και χάθηκαν όλα τα φώτα
με μιάς.
Έχω γεμίσει με μολύβια πινόκιο, είναι στ' αλήθεια αστείο!
Είπε.
Και πάντα έλεγα πως δεν μπορώ το ψέμα.
Η αδερφή της ψυχής,
έβλεπε μέσα της, την αλήθεια.
Στα άδυτα χωρίς να ντρέπεται
μπροστά στη θέα.
Και χαμογέλασε.
Καλώς την!
Comments
Post a Comment