Θυμάρι από τη Θύμαινα αργά θυμήθηκα να πάρω κι έτσι έμεινα χωρίς.
Πήρα όμως μελάκι σε βάζο όμορφο. Το στόλισα στον πάγκο της κουζίνας μας.
Μύρισα το γιασεμί και το θαλασσινό αεράκι και τα έβαλα δίπλα δίπλα
και χαμογέλασα ευτυχισμένη για το πάντρεμα.
Τα μελτέμια του Αυγούστου έφεραν και το Σεπτέμβρη που απέφευγα
χωρίς ελπίδα.
Λαμπιριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης
είδα κι εγώ τους ληστές
να κλέβουν καρπούς και φρούτα απαγορευμένα
στους ξένους.
Μου φάνηκε ψεύτικο τότε το είδωλό μου στο νερό
-σήμερα δεν μπορώ να πώ με σιγουριά-
κι ακόμα κι αυτά τα λόγια μου πάλι ψευτιά ηχούνε.
Μονάχα αυτό το έντομο που μ' ενοχλεί με φέρνει
στην πραγματικότητα σε κύματα.
Λίγο αρμύρα ακόμα να γευτώ, λίγο θαλασσινό νερό
να με δροσίσει μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του.
Να με ξυπνήσει.
Τελείωσε κι ο ελληνικός καφές, σκέτος με καϊμάκι για τα μεράκια κι έμεινα μ'
ένα όστρακο κοχύλι για τασάκι.
Κόρες είμαστε όλες οι κοπέλες στο νησί - μια μεγάλη οικογένεια σκορπισμένη.
Σου φίκω φρέσκο καλαμαράκι και ψαράκι γαύρο ή αθερίνα κόρη μου;
Αρμενίζω στη θάλασσα του ικάριου πελάγους
κι αφήνω τον Ήλιο να με κάψει επιτέλους κι εμένα
όπως τον Ίκαρο άλλοτε.
Το περισσότερο να μείνω κι εγώ στην ιστορία, να γίνω νησί
για την απερισκεψία μου.
Πόσο ηρεμώ αυτές τις στιγμές.
Ύστερα πάλι στεναχωριέμαι που δεν είσαι δίπλα μου
αλλά και δε σε θέλω πια κοντά μου.
Έτσι έμαθα.
Ήταν όμορφη εκείνη η Κυριακή πάνω στην άμμο που αγκάλιασε η θάλασσα.
Πήρα όμως μελάκι σε βάζο όμορφο. Το στόλισα στον πάγκο της κουζίνας μας.
Μύρισα το γιασεμί και το θαλασσινό αεράκι και τα έβαλα δίπλα δίπλα
και χαμογέλασα ευτυχισμένη για το πάντρεμα.
Τα μελτέμια του Αυγούστου έφεραν και το Σεπτέμβρη που απέφευγα
χωρίς ελπίδα.
Λαμπιριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης
είδα κι εγώ τους ληστές
να κλέβουν καρπούς και φρούτα απαγορευμένα
στους ξένους.
Μου φάνηκε ψεύτικο τότε το είδωλό μου στο νερό
-σήμερα δεν μπορώ να πώ με σιγουριά-
κι ακόμα κι αυτά τα λόγια μου πάλι ψευτιά ηχούνε.
Μονάχα αυτό το έντομο που μ' ενοχλεί με φέρνει
στην πραγματικότητα σε κύματα.
Λίγο αρμύρα ακόμα να γευτώ, λίγο θαλασσινό νερό
να με δροσίσει μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του.
Να με ξυπνήσει.
Τελείωσε κι ο ελληνικός καφές, σκέτος με καϊμάκι για τα μεράκια κι έμεινα μ'
ένα όστρακο κοχύλι για τασάκι.
Κόρες είμαστε όλες οι κοπέλες στο νησί - μια μεγάλη οικογένεια σκορπισμένη.
Σου φίκω φρέσκο καλαμαράκι και ψαράκι γαύρο ή αθερίνα κόρη μου;
Αρμενίζω στη θάλασσα του ικάριου πελάγους
κι αφήνω τον Ήλιο να με κάψει επιτέλους κι εμένα
όπως τον Ίκαρο άλλοτε.
Το περισσότερο να μείνω κι εγώ στην ιστορία, να γίνω νησί
για την απερισκεψία μου.
Πόσο ηρεμώ αυτές τις στιγμές.
Ύστερα πάλι στεναχωριέμαι που δεν είσαι δίπλα μου
αλλά και δε σε θέλω πια κοντά μου.
Έτσι έμαθα.
Ήταν όμορφη εκείνη η Κυριακή πάνω στην άμμο που αγκάλιασε η θάλασσα.
Comments
Post a Comment