Κάθομαι στο πάτωμα του σπιτιού να ακουμπώ στο ξύλο που ήταν εδώ πολύ πριν από μένα τοποθετημένο ψαροκόκκαλο με μεράκι σ' ένα χωρο-χρόνο που σήμερα δεν υπάρχει. Κάθομαι μ'ένα συναίσθημα αγωνίας που χτυπάει σαν ένα αλλόκοτο κρουστό μέσα μου και ζητά να συμφιλιωθεί μαζί με το σώμα μου που αντιστέκεται. Κάθομαι μια Δευτέρα του Ιουλίου, την πρώτη του μήνα Σ' ένα σπίτι που έγινε δικό μου και σπίτωσε στιγμές οικείες και ολοκαίνουργιες και μου δωσε προστασία από βροχές, ανέμους και καυτά μεσημέρια. Κάποια στιγμή θα σηκωθώ πάλι στα πόδια μου θα περπατήσω μέχρι το τραπέζι του σαλονιού ή την πάντα παρήγορη κουζίνα που ξέρει καλά να φυλάει τα μυστικά μου ανάμεσα από μπαχαρικά και συνταγές μαγειρικής. Προς το παρόν κάθομαι καταγής κι αυτή η αίσθηση φέρνει μια κάποια ισορροπία στα τύμπανα και στις σειρήνες των καλοκαιρινών μου ερώτων.
φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων