Και κάπως έτσι πέρασε ένας χρόνος και έσβησα τα κεράκια και -σύμφωνα πάντα με τις κοινωνικές συμβάσεις- μεγάλωσα κατά έναν όλόκληρο χρόνο. Και συλλογίζομαι πως αλλάζουν οι άνθρωποι μέρα με τη μέρα αναπαίσθητα και σχεδόν αναίσθητα: σαν υπνωτισμένοι που, αρνούμενοι να παρατηρήσουν τις αλλαγές που συντελλούνται εντός μας, περιμένουμε μια συμβατική μέρα για να φυσήξουμε ένα κερί με μιαν ανάσα. Και να δεχτούμε ευχές και (ίσως) δώρα. Αναπνοή και αναγέννηση. Όταν μετά από μια κατάδυση στην άβυσσο της ανυπαρξίας ανεβαίνω ξανά στην επιφάνεια για να γεμίσω τα πνευμόνια μου με οξυγόνο και με μικρές φυσαλίδες φωτός. Σαν σήμερα γεννήθηκα. Τί έκανα άραγε τόσα χρόνια εδώ πάνω; Μεγαλώνω θα πει απλώνομαι. Πατάω πάνω στις εμπειρίες που μου χαρίζονται και ανοίγω τα μάτια μου για να γευτώ το ταξίδι της ζωής που ξεδιπλώνεται μπρος μου. Ωριμάζω θα πει παρατηρώ τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Τις αντιδράσεις μου στα εξωτερικά ερεθίσματα που λαμβάνω. Αποκτώ επίγνωση της αλήθειας μου. Π
φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων