Δεν υπάρχεις πια, η εικόνα σου, η φωνή σου μου είναι ξένες, μακρινές χαμένες. Θρηνώ, λοιπόν, για την απώλεια, τη δυνατότητα που εκπληρώθηκε και ύστερα χάθηκε βιαστικά σ' έναν αόρατο αόριστο. Ήταν. Ήμασταν. Σκέφτομαι πόσους θανάτους πέρασα, πόσες αρρώστιες ζύγωσαν πάνω από το σώμα αγαπημένων προσώπων μου. Κι εγώ μαρτύρησα την καταπάτηση της σάρκας και περίμενα μιαν ανάσταση πριν το πάσχα. Βρίσκω καταφύγιο στις στιγμές όταν -με βελόνι και κλωστή- έραψα τις πληγές και μπαλωμένη βγήκα πάλι αλλιώτικη από πριν, με τα ίδια λάθη φορτωμένη. Σφαγή και προσκλητήριο σε κηδεία. Μόνη παρηγοριά: ο χρόνος.
φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων