Δεν τα φέρνει ο χρόνος -μου λένε-, ίσως όμως τα φέρνει ο τόπος, ίσως και το ταχυδρομικό περιστέρι που έμεινε να σημαδεύει μιαν άλλη εποχή, στο γκρί και στο άσπρο των φτερών του. Για χρόνια -μου λένε- πως σκορπίζομαι στους δρόμους, ανήμπορη κι ανίκανη να μαζέψω την διαμελισμένη υπόστασή μου. Αναρωτιέμαι πού τελειώνει αυτό το ανούσιο δόσιμο. Αν είμαστε άφθαρτοι και αιώνιοι γιατί πονάω κάθε που φθείρεται η σάρκα ή τα οστά μου; Γιατί βουβαίνει ο σφιχτός βρόχος μέσα μου χωρίς να λύνεται σε δάκρυ κάθαρσης; Υπο/μονή -μου λένε- για όσο καιρό απλώνεται μπροστά μου, για όσο κάνει η ανάρρωση να δέσει την ραγισμένη μου υπο-στήριξη. Υπόμεινα την μοναχικότητα, αλλά όχι τη μοναξιά του κόσμου κι αν νιώθω ότι βρίσκομαι σε αδιέξοδο είναι γιατί χαζεύω πολλές ώρες την απεραντοσύνη της θάλασσας και νοσταλγώ την ελευθερία μου. Deus ex machina Περιμένω το χέρι σ...
φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων